μισοφιλόλογος: Difference between revisions
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑσοφῐλόλογος''': -ον, ὁ μισῶν τὴν φιλολογίαν, Ἀθήν. 610D. | |lstext='''μῑσοφῐλόλογος''': -ον, ὁ μισῶν τὴν φιλολογίαν, Ἀθήν. 610D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μισοφιλόλογος]], -ον (Α) αυτός που μισεί τη [[φιλολογία]] («πάντας ὑμᾱς τοὺς φιλοσόφους μισῶ, μισοφιλολόγους ὄντας», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φιλόλογος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hating literature, Ath.13.610d.
German (Pape)
[Seite 192] die Literatur od. die Schriftsteller u. Gelehrten hassend, Ath. XIII, 610 c.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοφῐλόλογος: -ον, ὁ μισῶν τὴν φιλολογίαν, Ἀθήν. 610D.
Greek Monolingual
μισοφιλόλογος, -ον (Α) αυτός που μισεί τη φιλολογία («πάντας ὑμᾱς τοὺς φιλοσόφους μισῶ, μισοφιλολόγους ὄντας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φιλόλογος.