μολυβδιώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(25)
(No difference)

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

μολυβδιῶ, -άω (Α)
έχω το χρώμα του μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -ιάω, -ώ, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. κυρτ-ιώ, λεοντ-ιώ)].