μισοπόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσοπόλεμος''': -ον, ὁ μισῶν τὸν πόλεμον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 661.
|lstext='''μῑσοπόλεμος''': -ον, ὁ μισῶν τὸν πόλεμον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 661.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισοπόλεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τον πόλεμο, που αποστρέφεται τον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πόλεμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλο</i>-[[πόλεμος]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοπόλεμος Medium diacritics: μισοπόλεμος Low diacritics: μισοπόλεμος Capitals: ΜΙΣΟΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: misopólemos Transliteration B: misopolemos Transliteration C: misopolemos Beta Code: misopo/lemos

English (LSJ)

ον,

   A hating war, Sch.Ar.Pax661.

German (Pape)

[Seite 192] den Krieg hassend, Schol. Ar. Pax 661.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοπόλεμος: -ον, ὁ μισῶν τὸν πόλεμον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 661.

Greek Monolingual

μισοπόλεμος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τον πόλεμο, που αποστρέφεται τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πόλεμος (πρβλ. φιλο-πόλεμος)].