μισοπόλεμος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοπόλεμος Medium diacritics: μισοπόλεμος Low diacritics: μισοπόλεμος Capitals: ΜΙΣΟΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: misopólemos Transliteration B: misopolemos Transliteration C: misopolemos Beta Code: misopo/lemos

English (LSJ)

μισοπόλεμον, hating war, Sch.Ar.Pax661.

German (Pape)

[Seite 192] den Krieg hassend, Schol. Ar. Pax 661.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοπόλεμος: -ον, ὁ μισῶν τὸν πόλεμον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 661.

Greek Monolingual

μισοπόλεμος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τον πόλεμο, που αποστρέφεται τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πόλεμος (πρβλ. φιλοπόλεμος)].