μίμαυλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_3)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίμαυλος''': [ῑ], ὁ, [[παντόμιμος]] συνοδευόμενος κατὰ τὴν παράστασιν ὑπ’ αὐλοῦ ἢ μιμούμενος τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἀθήν. 452F· ― μῑμαυλέω, εἶμαι [[μίμαυλος]], «μιμαυλεῖν· μιμεῖσθαι, ὑποκρίνεσθαι» Ἡσύχ.
|lstext='''μίμαυλος''': [ῑ], ὁ, [[παντόμιμος]] συνοδευόμενος κατὰ τὴν παράστασιν ὑπ’ αὐλοῦ ἢ μιμούμενος τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἀθήν. 452F· ― μῑμαυλέω, εἶμαι [[μίμαυλος]], «μιμαυλεῖν· μιμεῖσθαι, ὑποκρίνεσθαι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μίμαυλος]], ὁ (Α)<br />[[ηθοποιός]] που έπαιζε μίμους με [[συνοδεία]] αυλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐλός]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμαυλος Medium diacritics: μίμαυλος Low diacritics: μίμαυλος Capitals: ΜΙΜΑΥΛΟΣ
Transliteration A: mímaulos Transliteration B: mimaulos Transliteration C: mimavlos Beta Code: mi/maulos

English (LSJ)

ὁ,

   A mimic actor, accompanied on the flute, Ath.10.452f.

German (Pape)

[Seite 186] ὁ, eine Art Mimenspieler, vielleicht den Flötenton nachahmend, oder mit der Flöte begleitet, Ath. X, 452 e.

Greek (Liddell-Scott)

μίμαυλος: [ῑ], ὁ, παντόμιμος συνοδευόμενος κατὰ τὴν παράστασιν ὑπ’ αὐλοῦ ἢ μιμούμενος τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἀθήν. 452F· ― μῑμαυλέω, εἶμαι μίμαυλος, «μιμαυλεῖν· μιμεῖσθαι, ὑποκρίνεσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μίμαυλος, ὁ (Α)
ηθοποιός που έπαιζε μίμους με συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + αὐλός.