μίλτινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de vermillon ; τὸ μίλτινον, vermillon.<br />'''Étymologie:''' [[μίλτος]].
|btext=η, ον :<br />de vermillon ; τὸ μίλτινον, vermillon.<br />'''Étymologie:''' [[μίλτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (Α [[μίλτινος]], -ίνη, -ον) [[μίλτος]]<br />κατασκευασμένος από μίλτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μίλτινον</i><br />η [[μίλτος]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίλτῐνος Medium diacritics: μίλτινος Low diacritics: μίλτινος Capitals: ΜΙΛΤΙΝΟΣ
Transliteration A: míltinos Transliteration B: miltinos Transliteration C: miltinos Beta Code: mi/ltinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of μίλτος, γραμμή Plu.2.1081b, cf. Cleom.2.1; τὸ μ., = μίλτος 1, Plu.2.287d.

German (Pape)

[Seite 186] = μίλτειος; τὸ μίλτινον, die rothe Farbe, Plut. qu. Rom. 98; μιλτίνη γραμμή, adv. Stoic. 40.

Greek (Liddell-Scott)

μίλτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μίλτου· τὸ μίλτινον = μίλτος ΙΙ, Πλούτ. 2. 1081Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de vermillon ; τὸ μίλτινον, vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μίλτινος, -ίνη, -ον) μίλτος
κατασκευασμένος από μίλτο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μίλτινον
η μίλτος.