ναύποδες: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(c1)
 
(26)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] οἱ, erkl. Phot. οἱ νησιῶται. S. [[ναυσίποδες]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] οἱ, erkl. Phot. οἱ νησιῶται. S. [[ναυσίποδες]].
}}
{{ls
|lstext='''ναύποδες''': «οἱ νησιῶται» Φώτ.· ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον [[ναυσίποδες]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ναύποδες]] (Μ)<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «οἱ νησιῶται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>. Έχει προταθεί η [[διόρθωση]] της λ. σε [[ναυσίποδες]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 232] οἱ, erkl. Phot. οἱ νησιῶται. S. ναυσίποδες.

Greek (Liddell-Scott)

ναύποδες: «οἱ νησιῶται» Φώτ.· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ναυσίποδες.

Greek Monolingual

ναύποδες (Μ)
(κατά τον Φώτ.) «οἱ νησιῶται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + πούς, ποδός. Έχει προταθεί η διόρθωση της λ. σε ναυσίποδες.