μωμηλός: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_10) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μωμηλός''': -ή, -όν, [[μεμπτός]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 172 (= 88). | |lstext='''μωμηλός''': -ή, -όν, [[μεμπτός]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 172 (= 88). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μωμηλός]], -ή, -όν (Α)<br />[[άξιος]] μώμου, [[μεμπτός]], αξιόμεμπτος, [[ψεκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῶμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σιωπ</i>-<i>ηλός</i>, <i>σφριγ</i>-<i>ηλός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A blameworthy, Hdn.Epim.88.
German (Pape)
[Seite 225] tadelnswerth, Hdn. Epimer.
Greek (Liddell-Scott)
μωμηλός: -ή, -όν, μεμπτός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 172 (= 88).
Greek Monolingual
μωμηλός, -ή, -όν (Α)
άξιος μώμου, μεμπτός, αξιόμεμπτος, ψεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιωπ-ηλός, σφριγ-ηλός)].