μυριόμματος: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(6_17)
(26)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόμμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων μυρία, ἀναρίθμητα ὄμματα, Ἀνέκδ. Παρισ. 4. 307.
|lstext='''μῡριόμμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων μυρία, ἀναρίθμητα ὄμματα, Ἀνέκδ. Παρισ. 4. 307.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριόμματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[πάρα]] [[πολλά]] μάτια, [[πολυόμματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>όμματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], <i>ὄμματος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 219] zehntausendäugig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόμμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων μυρία, ἀναρίθμητα ὄμματα, Ἀνέκδ. Παρισ. 4. 307.

Greek Monolingual

μυριόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει πάρα πολλά μάτια, πολυόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -όμματος (< ὄμμα, ὄμματος)].