μυριόμματος

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

German (Pape)

[Seite 219] zehntausendäugig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόμμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων μυρία, ἀναρίθμητα ὄμματα, Ἀνέκδ. Παρισ. 4. 307.

Greek Monolingual

μυριόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει πάρα πολλά μάτια, πολυόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -όμματος (< ὄμμα, ὄμματος)].