νεάσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_16) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεάσῐμος''': -ον, [[γεωργήσιμος]], ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις [[πάλιν]], Γλωσσ. | |lstext='''νεάσῐμος''': -ον, [[γεωργήσιμος]], ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις [[πάλιν]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεάσιμος]], -ον (Α) [<i>νεώ</i> (Ι)]<br />αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί εκ νέου, ο [[καλλιεργήσιμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A to be ploughed up, of fallow land, Gloss.
German (Pape)
[Seite 235] umzupflügen, vom Brachlande, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεάσῐμος: -ον, γεωργήσιμος, ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις πάλιν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
νεάσιμος, -ον (Α) [νεώ (Ι)]
αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί εκ νέου, ο καλλιεργήσιμος.