μυόκοπρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(6_14)
(26)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυόκοπρος''': ὁ, [[κόπρος]] ποντικιῶν, μεταγεν.
|lstext='''μυόκοπρος''': ὁ, [[κόπρος]] ποντικιῶν, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυόκοπρος]], ὁ (Α)<br />[[περίττωμα]] ποντικού, [[ποντικοκούραδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόπρος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 218] ὁ, Mäusedreck, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυόκοπρος: ὁ, κόπρος ποντικιῶν, μεταγεν.

Greek Monolingual

μυόκοπρος, ὁ (Α)
περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κόπρος.