μυριόπους: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_14)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, [[πολύπους]], [[σκώληξ]] Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.
|lstext='''μῡριόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, [[πολύπους]], [[σκώληξ]] Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριόπους]], -ουν (ΑΜ)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πούς]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόπους Medium diacritics: μυριόπους Low diacritics: μυριόπους Capitals: ΜΥΡΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: myriópous Transliteration B: myriopous Transliteration C: myriopous Beta Code: murio/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A ten-thousand-footed, many-footed, σκώληξ Tz.H.13.561, Sch.Nic.Th.805.    II having sides ten thousand feet long, τρίγωνον Thphr.CP6.2.4.

German (Pape)

[Seite 219] ποδος, zehntausendfüßig, mit unzählig vielen Füßen, zehntausend Fuß lang, breit, Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, πολύπους, σκώληξ Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν μῆκοςπλάτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.

Greek Monolingual

μυριόπους, -ουν (ΑΜ)
αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια
αρχ.
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πούς.