νωχελεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(6_5) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωχελεύομαι''': ἀποθ. [[νωχελής]] εἰμι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 9, κλ.). | |lstext='''νωχελεύομαι''': ἀποθ. [[νωχελής]] εἰμι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 9, κλ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νωχελεύομαι]] (Α) [[νωχελής]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[νωχελής]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[προσποιούμαι]] [[ασθένεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be slothful, Aq.Pr.18.9, al. ; malinger, dub. in BGU380.11 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 274] langsam, träge sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νωχελεύομαι: ἀποθ. νωχελής εἰμι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 9, κλ.).
Greek Monolingual
νωχελεύομαι (Α) νωχελής
1. είμαι νωχελής
2. πιθ. προσποιούμαι ασθένεια.