ξανθόχρους: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />de couleur jaune.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[χρόα]].
|btext=ους, ουν :<br />de couleur jaune.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[χρόα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξανθόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κυανό</i>-<i>χρους</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur jaune.
Étymologie: ξανθός, χρόα.

Greek Monolingual

ξανθόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ξανθό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανό-χρους)].