νυκτίμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_16)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτίμορφος''': -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς τὴν νύκτα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.
|lstext='''νυκτίμορφος''': -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς τὴν νύκτα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτίμορφος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει τη [[μορφή]] της νύχτας, [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίμορφος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὴν νύκτα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.

Greek Monolingual

νυκτίμορφος, -ον (Μ)
αυτός που έχει τη μορφή της νύχτας, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -μορφος (< μορφή)].