νεφελοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(6_18)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεφελοφόρος''': -ον, ὁ φέρων νεφέλας, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 32.
|lstext='''νεφελοφόρος''': -ον, ὁ φέρων νεφέλας, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεφελοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει νεφέλες, που συγκεντρώνει νέφη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελοφόρος Medium diacritics: νεφελοφόρος Low diacritics: νεφελοφόρος Capitals: ΝΕΦΕΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nephelophóros Transliteration B: nephelophoros Transliteration C: nefeloforos Beta Code: nefelofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing clouds, Lyd.Mag.3.32.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελοφόρος: -ον, ὁ φέρων νεφέλας, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 32.

Greek Monolingual

νεφελοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει νεφέλες, που συγκεντρώνει νέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -φόρος].