νιμμός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_14)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νιμμός''': ὁ, ἡ [[κάθαρσις]], Ζωναρᾶς 1401, κλ.
|lstext='''νιμμός''': ὁ, ἡ [[κάθαρσις]], Ζωναρᾶς 1401, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νιμμός]], ὁ (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρά) «ἡ [[κάθαρσις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> [[τριμμός]])].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νιμμός Medium diacritics: νιμμός Low diacritics: νιμμός Capitals: ΝΙΜΜΟΣ
Transliteration A: nimmós Transliteration B: nimmos Transliteration C: nimmos Beta Code: nimmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἡ κάθαρσις, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

νιμμός: ὁ, ἡ κάθαρσις, Ζωναρᾶς 1401, κλ.

Greek Monolingual

νιμμός, ὁ (Α)
(κατά τον Ζωναρά) «ἡ κάθαρσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. -μός (πρβλ. τριμμός)].