νυκτηγρεσία: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
(6_5) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτηγρεσία''': -γρετέω, = [[νυκτεγερσία]], -γερτέω, Λοβεκ. Φρύνιχ. 701. | |lstext='''νυκτηγρεσία''': -γρετέω, = [[νυκτεγερσία]], -γερτέω, Λοβεκ. Φρύνιχ. 701. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτηγρεσία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νυκτεγερσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, written -εγρεσία, =
A excubiae, Gloss. ; nyctegresia, Fest. s.v. egretus.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτηγρεσία: -γρετέω, = νυκτεγερσία, -γερτέω, Λοβεκ. Φρύνιχ. 701.
Greek Monolingual
νυκτηγρεσία, ἡ (Α)
βλ. νυκτεγερσία.