νηπελέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(6_4)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπελέω''': ἀδύνατός εἰμι, ἀδυνατῶ, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 530· πρβλ. κακηπελέω, [[εὐηπελής]].
|lstext='''νηπελέω''': ἀδύνατός εἰμι, ἀδυνατῶ, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 530· πρβλ. κακηπελέω, [[εὐηπελής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νηπελέω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[αδύνατος]], [[αδυνατώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄπελος]], τ. που σχηματίστηκε [[κατά]] το [[ὀλιγηπελέων]]].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπελέω Medium diacritics: νηπελέω Low diacritics: νηπελέω Capitals: ΝΗΠΕΛΕΩ
Transliteration A: nēpeléō Transliteration B: nēpeleō Transliteration C: nipeleo Beta Code: nhpele/w

English (LSJ)

   A to be powerless, Hp. ap. Gal.19.124: hence restored in Id.Mul.2.113; cf. κακηπελέων, εὐηπελής.

Greek (Liddell-Scott)

νηπελέω: ἀδύνατός εἰμι, ἀδυνατῶ, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 530· πρβλ. κακηπελέω, εὐηπελής.

Greek Monolingual

νηπελέω (Α)
είμαι αδύνατος, αδυνατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων].