ξυσματώδης: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(6_7) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυσμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς τὰ ξύσματα, [[πλήρης]] ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40˙ ξ. [[διαχώρημα]] π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G. | |lstext='''ξυσμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς τὰ ξύσματα, [[πλήρης]] ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40˙ ξ. [[διαχώρημα]] π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυσματώδης]], -ῶδες (Α) [[ξύσμα]]<br />όμοιος με [[ξύσμα]], [[γεμάτος]] ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A full of ξύσματα I. Ic, διαχωρήματα Hp.Prog.11, cf. Acut.52 (Comp.), Coac.621, Aret. SD2.9.
German (Pape)
[Seite 283] ες, einem ξύσμα ähnlich; κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρέουσα, von einem Stuhlgang, in dem sich kleiner Abgang von der Oberfläche der Därme findet, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ξυσμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὡς τὰ ξύσματα, πλήρης ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40˙ ξ. διαχώρημα π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G.
Greek Monolingual
ξυσματώδης, -ῶδες (Α) ξύσμα
όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.).