ξυσματώδης

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυσμᾰτώδης Medium diacritics: ξυσματώδης Low diacritics: ξυσματώδης Capitals: ΞΥΣΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: xysmatṓdēs Transliteration B: xysmatōdēs Transliteration C: ksysmatodis Beta Code: cusmatw/dhs

English (LSJ)

ξυσματῶδες, full of ξύσματα I. Ic, διαχωρήματα Hp.Prog.11, cf. Acut.52 (Comp.), Coac.621, Aret. SD2.9.

German (Pape)

[Seite 283] ες, einem ξύσμα ähnlich; κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρέουσα, von einem Stuhlgang, in dem sich kleiner Abgang von der Oberfläche der Därme findet, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυσμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὡς τὰ ξύσματα, πλήρης ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40· ξ. διαχώρημα π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G.

Greek Monolingual

ξυσματώδης, -ῶδες (Α) ξύσμα
όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.).