μυκτηριάζω: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(6_5)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκτηριάζω''': ἀντὶ [[μυκτηρίζω]], Δοσιθ. Γλωσσ. ἐν Valck. Opusc. τ. 1, σ. 239.
|lstext='''μυκτηριάζω''': ἀντὶ [[μυκτηρίζω]], Δοσιθ. Γλωσσ. ἐν Valck. Opusc. τ. 1, σ. 239.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυκτηριάζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μυκτηρίζω]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυκτηριάζω Medium diacritics: μυκτηριάζω Low diacritics: μυκτηριάζω Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: myktēriázō Transliteration B: myktēriazō Transliteration C: myktiriazo Beta Code: mukthria/zw

English (LSJ)

μυκτηρι-ασμός, μυκτηρι-αστής,

   A = μυκτηρίζω, -ισμός, -ιστής, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηριάζω: ἀντὶ μυκτηρίζω, Δοσιθ. Γλωσσ. ἐν Valck. Opusc. τ. 1, σ. 239.

Greek Monolingual

μυκτηριάζω (Α)
βλ. μυκτηρίζω.