μύκη: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />champignon.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μύκης]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />champignon.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μύκης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύκη]], ἡ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[θήκη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με [[μύκης]].———————— <b>(II)</b><br />[[μύκη]], ὁ, ἡ (Α)<br />[[μύκητας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μύκης]], -<i>ητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ or ἡ,
A = μύκης (q.v.). II μύκη· ἡ θήκη, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μύκη: ἡ, = μύκης, Ἐπίχ. 106 Ahrens, Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 60Β, Νικ. παρὰ τῷ αὐτ. 372F. 2) = θήκη, «μύκη, ἡ θήκη» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
champignon.
Étymologie: cf. μύκης.
Greek Monolingual
(I)
μύκη, ἡ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ θήκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με μύκης.———————— (II)
μύκη, ὁ, ἡ (Α)
μύκητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μύκης, -ητος].