μυολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(8)
 
(26)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=muolo/gos
|Beta Code=muolo/gos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μυοθήρας]], <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μυοθήρας]], <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυολόγος]])<br />[[μυοθήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μελέτη]] της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μυολόγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠολόγος Medium diacritics: μυολόγος Low diacritics: μυολόγος Capitals: ΜΥΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: myológos Transliteration B: myologos Transliteration C: myologos Beta Code: muolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A = μυοθήρας, Gloss.

Greek Monolingual

ο (Α μυολόγος)
μυοθήρας
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μυολόγος < μῦς, μυός «ποντικός» + -λόγος].