μυριόστομος: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(6_17) |
(26) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡριόστομος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] ἀναριθμήτων στομάτων, Θεόδωρ. Πρόδρ. σελ. 181. | |lstext='''μῡριόστομος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] ἀναριθμήτων στομάτων, Θεόδωρ. Πρόδρ. σελ. 181. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος (Μ [[μυριόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα στόματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βγαίνει από μύρια στόματα («μυριόστομη [[κραυγή]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος με [[πάρα]] πολλές αιχμές (α. «μυριόστομον [[ξίφος]]», Γ. Πισίδ.<br />β. «μυριόστομον [[δόρυ]]», Πρόδρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόστομος: -ον, ὁ μετὰ ἀναριθμήτων στομάτων, Θεόδωρ. Πρόδρ. σελ. 181.
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος (Μ μυριόστομος, -ον)
αυτός που έχει αναρίθμητα στόματα
νεοελλ.
αυτός που βγαίνει από μύρια στόματα («μυριόστομη κραυγή»)
μσν.
αυτός που είναι κατασκευασμένος με πάρα πολλές αιχμές (α. «μυριόστομον ξίφος», Γ. Πισίδ.
β. «μυριόστομον δόρυ», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -στομος (< στόμα)].