μύκων: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύκων''': -ωνος, ὁ, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 86. | |lstext='''μύκων''': -ωνος, ὁ, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 86. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύκων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του αφτιού που βρίσκεται [[κάτω]] από τον λοβό, η [[ρίζα]] του αφτιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μύκων]]<br />[[σωρός]], [[θημών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i><i>k</i>- «[[σωρός]]» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., <b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>m</i><i>ū</i><i>gi</i>, <i>m</i><i>ū</i><i>gr</i> «[[σωρός]], όγκος», αγγλοσαξ. <i>m</i><i>ū</i><i>ga</i> «[[σωρός]] σιτηρών» και πιθ. με τη λ. [[Μυκήνη]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
σωρός, θημών, Hsch. μυλαβρίς,
A v. μυλακρίς.
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, ein Theil des Ohrs, vielleicht die Ohrhöhle, Poll. 2, 87. – Bei Hesych. ein Haufen Spreu.
Greek (Liddell-Scott)
μύκων: -ωνος, ὁ, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 86.
Greek Monolingual
μύκων, -ωνος, ὁ (Α)
1. το μέρος του αφτιού που βρίσκεται κάτω από τον λοβό, η ρίζα του αφτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύκων
σωρός, θημών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mūk- «σωρός» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., πρβλ. αρχ. ισλδ. mūgi, mūgr «σωρός, όγκος», αγγλοσαξ. mūga «σωρός σιτηρών» και πιθ. με τη λ. Μυκήνη].