μυρτίτης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
(6_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρτίτης''': [ῑ], ὁ, [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς τιθυμάλλου («γαλατσίδας»), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 9. 2) μ. [[οἶνος]], = [[μυρρινίτης]], Διοσκ. 5. 36. | |lstext='''μυρτίτης''': [ῑ], ὁ, [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς τιθυμάλλου («γαλατσίδας»), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 9. 2) μ. [[οἶνος]], = [[μυρρινίτης]], Διοσκ. 5. 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μυρτίτης]])<br /><b>1.</b> το ποώδες [[φυτό]] [[μυρσινίτης]]<br /><b>2.</b> (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή αρωματιστεί με [[μυρσίνη]], ο [[μυρσινίτης]] («[[μυρτίτης]] [[οἶνος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, a species of τιθύμαλλος,
A = μυρσινίτης 11.2, Thphr.HP9.11.9, Crateuas ap.Sch. Nic.Th.617, Ps.-Dsc.4.18 (p.311 W.). 2 μ. οἶνος, = μυρσινίτης 1, Dsc.5.28, Heras ap.Gal.13.297, CIL4.5593 (-είτης) ; μ. alone, IGRom.1.515 (Italy), cf. Artem.1.66.
German (Pape)
[Seite 222] ὁ, οἶνος, = μυῤῥινίτης, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίτης: [ῑ], ὁ, ὄνομα εἴδους τινὸς τιθυμάλλου («γαλατσίδας»), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 9. 2) μ. οἶνος, = μυρρινίτης, Διοσκ. 5. 36.
Greek Monolingual
ο (Α μυρτίτης)
1. το ποώδες φυτό μυρσινίτης
2. (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή αρωματιστεί με μυρσίνη, ο μυρσινίτης («μυρτίτης οἶνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ίτης].