νεκριμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de bête morte.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]].
|btext=α, ον :<br />de bête morte.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]].
}}
{{grml
|mltxt=νεκριμαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νεκρικός]], [[θνησιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νεκριμαῑον</i><br />το θνησιμαίο, το [[πτώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεκρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κοινων</i>-[[ιμαίος]], <i>υποβολ</i>-[[ιμαίος]]).
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρῐμαῖος Medium diacritics: νεκριμαῖος Low diacritics: νεκριμαίος Capitals: ΝΕΚΡΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: nekrimaîos Transliteration B: nekrimaios Transliteration C: nekrimaios Beta Code: nekrimai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A = θνησιμαῖος, of animals, Aq.De.14.8, Sch.Ar.Av.538, OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), Erot. and Hsch. s.v. κενέβρεια; also of a human being, τὸ ν. LXX 3 Ki.13.25.

German (Pape)

[Seite 237] von todten Thieren, verreckt, Sp., wie Ael. H. A. 6, 2, vgl. Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρῐμαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ θνησιμαῖος, ἐπὶ ζῴων, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΔ΄, 8), Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Ὄρν. 538, Ἡσύχ. ἐν λ. κενέβρεια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bête morte.
Étymologie: νεκρός.

Greek Monolingual

νεκριμαῑος, -αία, -ον (Α)
1. νεκρικός, θνησιμαίος
2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον
το θνησιμαίο, το πτώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ιμαῖος (< -ιμος και -αῖος), πρβλ. κοινων-ιμαίος, υποβολ-ιμαίος).