νασμώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νασμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), = [[ναματώδης]], Ἡσύχ. | |lstext='''νασμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), = [[ναματώδης]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νασμώδης]], -ῶδες (Α) [[νασμός]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ναματώδης]]» — [[γεμάτος]] με πηγές. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = ναματώδης, Hsch. νάσσα, νάσσατο, v. ναίω. νᾶσσα, Boeot. for νῆσσα, νῆττα.
German (Pape)
[Seite 230] ες, quellig, quellenreich, δίυγρος, Hesych. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νασμώδης: -ες, (εἶδος), = ναματώδης, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νασμώδης, -ῶδες (Α) νασμός
(κατά τον Ησύχ.) «ναματώδης» — γεμάτος με πηγές.