ναματώδης
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ναματῶδες, full of springs, Thphr. CP3.6.3.
German (Pape)
[Seite 228] ες, quellartig, von Quellen, χώρα, Arist. u. Folgde.
Russian (Dvoretsky)
νᾱμᾰτώδης: богатый источниками (χώρα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
νᾱμᾰτώδης: -ες, πλήρης πηγῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 3.
Greek Monolingual
ναματώδης, -ῶδες (Α) νάμα
άφθονος σε νάματα, γεμάτος από πηγές.