νεκταροσταγής: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(6_7) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκτᾰροστᾰγής''': -ές, ([[στάζω]]) ὁ στάζων [[νέκταρ]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4. | |lstext='''νεκτᾰροστᾰγής''': -ές, ([[στάζω]]) ὁ στάζων [[νέκταρ]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεκταροσταγής]], -ές (Α)<br />αυτός που σταλάζει [[νέκταρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκταρ]], -<i>αρος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σταγ</i>- του [[στάζω]], <b>πρβλ.</b> <i>σταγ</i>-<i>ῆναι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δακρυ</i>-<i>σταγής</i>, <i>μυρο</i>-<i>σταγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (στάζω)
A dropping nectar, Ar.Fr.579, Eub.124.
German (Pape)
[Seite 238] ές, Nektar träufelnd, von edlem Wein, Eubul. bei Ath. I, 28 f.
Greek (Liddell-Scott)
νεκτᾰροστᾰγής: -ές, (στάζω) ὁ στάζων νέκταρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4.
Greek Monolingual
νεκταροσταγής, -ές (Α)
αυτός που σταλάζει νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -σταγής (< θ. σταγ- του στάζω, πρβλ. σταγ-ῆναι), πρβλ. δακρυ-σταγής, μυρο-σταγής].