νεφούμαι: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
(No difference)
|
Revision as of 12:02, 29 September 2017
Greek Monolingual
νεφοῡμαι, -όομαι (Α) νέφος
1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω
2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός.