νήκτης: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6_19) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νήκτης''': -ου, ὁ, ([[νήχω]]) [[κολυμβητής]], [[Πολυδ]]. ϛʹ, 45. | |lstext='''νήκτης''': -ου, ὁ, ([[νήχω]]) [[κολυμβητής]], [[Πολυδ]]. ϛʹ, 45. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νήκτης]], ό, θηλ. [[νηκτρίς]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κολυμπά, ο [[κολυμβητής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[ελιά]] που διατηρείται στην [[άλμη]], [[κολυμπάδα]], [[κολυμβάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέκ</i>-<i>της</i>). Ο τ. [[νηκτρίς]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νηκ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (<b>πρβλ.</b> <i>ψηκ</i>-[[τρίς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (νήχω)
A swimmer, Poll.1.97; ἐχθρὸν ἀεὶ νήκτῃσι prob. in Philosteph.Hist.17.
Greek (Liddell-Scott)
νήκτης: -ου, ὁ, (νήχω) κολυμβητής, Πολυδ. ϛʹ, 45.
Greek Monolingual
νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α)
1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής
2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. -της (πρβλ. δέκ-της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ- + επίθημα -τρίς (πρβλ. ψηκ-τρίς)].