νοσηλός: Difference between revisions
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(6_11) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοσηλός''': -ή, -όν, νοσῶν, [[νοσηρός]], [[ἀσθενής]], νοσηλότερον [[ὀστέον]] Ἱππ. 817G. - Ἐπίρρ. νοσηλῶς, νοσηρῷ τῷ τρόπῳ, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 604C. | |lstext='''νοσηλός''': -ή, -όν, νοσῶν, [[νοσηρός]], [[ἀσθενής]], νοσηλότερον [[ὀστέον]] Ἱππ. 817G. - Ἐπίρρ. νοσηλῶς, νοσηρῷ τῷ τρόπῳ, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 604C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νοσηλός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί [[ασθένεια]]<br /><b>2.</b> [[ασθενής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηλῶς</i> (Α)<br />με [[νοσηρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καπν</i>-<i>ηλός</i>, <i>τρυφ</i>-<i>ηλός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A morbid, ὑγρόν Hp.Loc.Hom.10; diseased, v.l. for νοσηρός (q.v.). Adv. Comp. -ότερον with a sickly tendency, Id.Epid.6.6.8, Aph.6.2 (v.l. νοσηρ-).
Greek (Liddell-Scott)
νοσηλός: -ή, -όν, νοσῶν, νοσηρός, ἀσθενής, νοσηλότερον ὀστέον Ἱππ. 817G. - Ἐπίρρ. νοσηλῶς, νοσηρῷ τῷ τρόπῳ, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 604C.
Greek Monolingual
νοσηλός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που προξενεί ασθένεια
2. ασθενής.
επίρρ...
νοσηλῶς (Α)
με νοσηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπν-ηλός, τρυφ-ηλός)].