νυκτερίρεμβος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
(6_17)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτερίρεμβος''': -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ῥεμβόμενος, [[νυκτιπλανής]], Πτολεμ. Τετράβ. 161.
|lstext='''νυκτερίρεμβος''': -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ῥεμβόμενος, [[νυκτιπλανής]], Πτολεμ. Τετράβ. 161.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτερίρεμβος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νυκτίρεμβος]].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερίρεμβος Medium diacritics: νυκτερίρεμβος Low diacritics: νυκτερίρεμβος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΙΡΕΜΒΟΣ
Transliteration A: nykterírembos Transliteration B: nykterirembos Transliteration C: nykteriremvos Beta Code: nukteri/rembos

English (LSJ)

   A v. νυκτίρεμβος.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερίρεμβος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ῥεμβόμενος, νυκτιπλανής, Πτολεμ. Τετράβ. 161.

Greek Monolingual

νυκτερίρεμβος, -ον (Α)
βλ. νυκτίρεμβος.