πάλημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_21) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάλημα''': τό, = [[πάλη]], τὸ λεπτότατον τοῦ ἀλεύρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 551. | |lstext='''πάλημα''': τό, = [[πάλη]], τὸ λεπτότατον τοῦ ἀλεύρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 551. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάλημα]], τὸ (Α)<br />πολύ λεπτοκοσκινισμένο [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλη]] (II) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> (<b>πρβλ.</b> [[παιπάλη]]: [[παιπάλημα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
[πᾰ], ατος, τό, = foreg.,
A π. ὀρόβοιο Nic.Al.551.
German (Pape)
[Seite 447] τό, seines, durchgesiebtes Mehl; μυλοεργὲς ὀρόβοιο, Nic. Al. 551; Poll. 7, 21.
Greek (Liddell-Scott)
πάλημα: τό, = πάλη, τὸ λεπτότατον τοῦ ἀλεύρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 551.
Greek Monolingual
πάλημα, τὸ (Α)
πολύ λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (II) + κατάλ. -ημα (πρβλ. παιπάλη: παιπάλημα)].