πενταπετές: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
(6_6)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντᾰπετές''': έος, τό, = πεντάφυλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5· ― οὕτω πενταπέτηλον, τό, Νικ. Θηρ. 839. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλ. Φιλολ. τ. Α΄, σ. 291.
|lstext='''πεντᾰπετές''': έος, τό, = πεντάφυλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5· ― οὕτω πενταπέτηλον, τό, Νικ. Θηρ. 839. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλ. Φιλολ. τ. Α΄, σ. 291.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[φυτό]] πεντάφυλλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετές</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]])].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταπετές Medium diacritics: πενταπετές Low diacritics: πενταπετές Capitals: ΠΕΝΤΑΠΕΤΕΣ
Transliteration A: pentapetés Transliteration B: pentapetes Transliteration C: pentapetes Beta Code: pentapete/s

English (LSJ)

έος, τό,

   A = πεντέφυλλον, Thphr.HP 9.13.5, Dsc. 4.42.

German (Pape)

[Seite 557] τό, = πεντάφυλλον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰπετές: έος, τό, = πεντάφυλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5· ― οὕτω πενταπέτηλον, τό, Νικ. Θηρ. 839. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλ. Φιλολ. τ. Α΄, σ. 291.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυτό πεντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πετές (< πέτομαι)].