πενταπετές

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταπετές Medium diacritics: πενταπετές Low diacritics: πενταπετές Capitals: ΠΕΝΤΑΠΕΤΕΣ
Transliteration A: pentapetés Transliteration B: pentapetes Transliteration C: pentapetes Beta Code: pentapete/s

English (LSJ)

έος, τό, = πεντέφυλλον (cinquefoil, Potentilla reptans, Potentilla argentea), Thphr. HP 9.13.5, Dsc. 4.42.

German (Pape)

[Seite 557] τό, = πεντάφυλλον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰπετές: έος, τό, = πεντάφυλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5· ― οὕτω πενταπέτηλον, τό, Νικ. Θηρ. 839. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλ. Φιλολ. τ. Α΄, σ. 291.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυτό πεντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πετές (< πέτομαι)].