ὀρειθαλής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(6_7) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρειθᾰλής''': -ές, ὁ θάλλων ἐπὶ τῶν ὀρέων, Λυκόφρων 1423. | |lstext='''ὀρειθᾰλής''': -ές, ὁ θάλλων ἐπὶ τῶν ὀρέων, Λυκόφρων 1423. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρειθαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που βλαστάνει στα όρη («ὀρειθαλὴς δρῡς», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλος]] <span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οικο</i>-<i>θαλής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A blooming on the hills, Lyc.1423.
German (Pape)
[Seite 371] ές, auf den Bergen sprossend, wachsend, Lycophr. 1423.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειθᾰλής: -ές, ὁ θάλλων ἐπὶ τῶν ὀρέων, Λυκόφρων 1423.
Greek Monolingual
ὀρειθαλής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει στα όρη («ὀρειθαλὴς δρῡς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. οικο-θαλής].