ὀξυκόρακος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(6_15) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξυκόρᾰκος''': -ον, ([[κόραξ]] ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, [[σμιλίον]] ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87. | |lstext='''ὀξυκόρᾰκος''': -ον, ([[κόραξ]] ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, [[σμιλίον]] ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξυκόρακος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει αγκιστροειδή [[άκρη]] σαν τη [[μύτη]] του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόραξ]], -<i>ακος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κόραξ II)
A with a sharp hook, σμιλίον Paul.Aeg.6.87.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυκόρᾰκος: -ον, (κόραξ ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, σμιλίον ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87.
Greek Monolingual
ὀξυκόρακος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγκιστροειδή άκρη σαν τη μύτη του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κόραξ, -ακος].