νώγαλα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νώγᾰλα''': τά, ὀρεκτικὰ ἐδέσματα, ἐσθιόμενα [[μετὰ]] τὸ [[γεῦμα]], ὡς τὰ [[τρωγάλια]], Ἀντιφάν. ἐν «Βουσίριδι» 1, Ἐπιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3. | |lstext='''νώγᾰλα''': τά, ὀρεκτικὰ ἐδέσματα, ἐσθιόμενα [[μετὰ]] τὸ [[γεῦμα]], ὡς τὰ [[τρωγάλια]], Ἀντιφάν. ἐν «Βουσίριδι» 1, Ἐπιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νώγαλα]], τὰ (Α)<br />ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν [[μετά]] το [[γεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. [[τρωγάλια]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]). Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>λώγαλα</i> και συνδέεται με τη [[γλώσσα]] [[λώγη]] («[[καλάμη]] και [[συγκομιδή]] σίτου») δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
τά,
A dainties, sweetmeats, eaten after dinner, dessert, like τρωγάλια, Antiph.65, Ephipp.24.
Greek (Liddell-Scott)
νώγᾰλα: τά, ὀρεκτικὰ ἐδέσματα, ἐσθιόμενα μετὰ τὸ γεῦμα, ὡς τὰ τρωγάλια, Ἀντιφάν. ἐν «Βουσίριδι» 1, Ἐπιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3.
Greek Monolingual
νώγαλα, τὰ (Α)
ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. λώγαλα και συνδέεται με τη γλώσσα λώγη («καλάμη και συγκομιδή σίτου») δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].