νυκτιχόρευτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(6_17)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτῐχόρευτος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νυκτερινοὺς χορούς, Νόνν. Δ. 12. 391.
|lstext='''νυκτῐχόρευτος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νυκτερινοὺς χορούς, Νόνν. Δ. 12. 391.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτιχόρευτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε νυχτερινούς χορούς («[[λαμπάδα]] νυκτιχόρευτον», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[χορεύω]].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐχόρευτος Medium diacritics: νυκτιχόρευτος Low diacritics: νυκτιχόρευτος Capitals: ΝΥΚΤΙΧΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: nyktichóreutos Transliteration B: nyktichoreutos Transliteration C: nyktichoreftos Beta Code: nuktixo/reutos

English (LSJ)

ον,

   A belonging to nightly dances, Nonn.D.12.391.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐχόρευτος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νυκτερινοὺς χορούς, Νόνν. Δ. 12. 391.

Greek Monolingual

νυκτιχόρευτος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε νυχτερινούς χορούς («λαμπάδα νυκτιχόρευτον», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + χορεύω.