ξενοσσόος: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενοσσόος''': Ἰωνικ. ξειν-, ον, ὁ σῴζων ξένους, Νόνν. Δ. 3. 178. | |lstext='''ξενοσσόος''': Ἰωνικ. ξειν-, ον, ὁ σῴζων ξένους, Νόνν. Δ. 3. 178. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξενοσσόος]], ιων. τ. [[ξεινοσσόος]], -ον (Α)<br />αυτός που σώζει τους ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶος]] / [[σόος]] «[[ασφαλής]], σωσμένος»), <b>πρβλ.</b> <i>τεκνο</i>-<i>σσόος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ξειν-, ον,
A saving strangers, Nonn.D.3.178.
German (Pape)
[Seite 278] ep. ξεινοσσόος, Fremde rettend, schützend, Nonn. D. 3, 176.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοσσόος: Ἰωνικ. ξειν-, ον, ὁ σῴζων ξένους, Νόνν. Δ. 3. 178.
Greek Monolingual
ξενοσσόος, ιων. τ. ξεινοσσόος, -ον (Α)
αυτός που σώζει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -σσόος (< σῶος / σόος «ασφαλής, σωσμένος»), πρβλ. τεκνο-σσόος].