ξυλοκατασκεύαστος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(6_17) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠλοκατασκεύαστος''': -ον, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, Σχόλ. Λυκόφρ. 361˙ [[ὡσαύτως]] ξυλοκατάσκευος, διάφ. γραφ. ἐν τοῖς τοῦ Νικήτ. Χρον. 404D. | |lstext='''ξῠλοκατασκεύαστος''': -ον, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, Σχόλ. Λυκόφρ. 361˙ [[ὡσαύτως]] ξυλοκατάσκευος, διάφ. γραφ. ἐν τοῖς τοῦ Νικήτ. Χρον. 404D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυλοκατασκεύαστος]], -ον (Α)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A made of wood, Sch. Lyc.361.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκατασκεύαστος: -ον, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, Σχόλ. Λυκόφρ. 361˙ ὡσαύτως ξυλοκατάσκευος, διάφ. γραφ. ἐν τοῖς τοῦ Νικήτ. Χρον. 404D.
Greek Monolingual
ξυλοκατασκεύαστος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από ξύλο.