ξιφισμός: Difference between revisions
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(6_14) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῐφισμός''': ὁ, ([[ξιφίζω]]) «[[σχῆμα]] ὀρχηστικὸν τῆς λεγομένης ἐμμελείας ὀρχήσεως» (Ἡσύχ.), Ἀθήν. 629F. | |lstext='''ξῐφισμός''': ὁ, ([[ξιφίζω]]) «[[σχῆμα]] ὀρχηστικὸν τῆς λεγομένης ἐμμελείας ὀρχήσεως» (Ἡσύχ.), Ἀθήν. 629F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ξιφισμός]]) [[ξιφίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χτύπημα]] με [[ξίφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] πολεμικού χορού<br /><b>2.</b> [[ξιφομαχία]], [[ξιφασκία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A sword-dance, Ath.14.629f; sword-play, D.C.47.44.
German (Pape)
[Seite 280] ὁ, ein kriegerischer Tanz (s. ξιφίζω); B. A. 432; Ath. XIV, 629 e.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφισμός: ὁ, (ξιφίζω) «σχῆμα ὀρχηστικὸν τῆς λεγομένης ἐμμελείας ὀρχήσεως» (Ἡσύχ.), Ἀθήν. 629F.
Greek Monolingual
ο (Α ξιφισμός) ξιφίζω
νεοελλ.
χτύπημα με ξίφος
αρχ.
1. είδος πολεμικού χορού
2. ξιφομαχία, ξιφασκία.