ξυστιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source
(6_14)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυστιδωτός''': ὁ, = [[ξυστίς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13.
|lstext='''ξυστιδωτός''': ὁ, = [[ξυστίς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυστιδωτός]], ὁ (Α)<br />(ενν. [[χιτών]]) [[ένδυμα]] με κυματοειδείς διακοσμήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυστίς]], -[[ίδος]] «πολυτελές [[ένδυμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>αλυσιδ</i>-[[ωτός]], <i>λεπιδ</i>-[[ωτός]])].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστῐδωτός Medium diacritics: ξυστιδωτός Low diacritics: ξυστιδωτός Capitals: ΞΥΣΤΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: xystidōtós Transliteration B: xystidōtos Transliteration C: ksystidotos Beta Code: custidwto/s

English (LSJ)

(sc. χιτών), ὁ, (ξυστίς II)

   A garment with ornament in strigil form (<*>), IG22.1514.11.

German (Pape)

[Seite 283] ein Kleid, wie ξυστίς, Inscr. 155.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστιδωτός: ὁ, = ξυστίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13.

Greek Monolingual

ξυστιδωτός, ὁ (Α)
(ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, -ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδ-ωτός, λεπιδ-ωτός)].