ὁδοιπόριον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(Autenrieth)
(28)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[reward]] [[for]] the [[journey]], Od. 15.506†.
|auten=[[reward]] [[for]] the [[journey]], Od. 15.506†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁδοιπόριον]], τὸ (ΑΜ) [[οδοιπόρος]]<br />χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη πλοίου για τον πλου με αυτό, τα [[ναύλα]], ή, κατ' άλλους, οι προμήθειες του οδοιπόρου για το [[ταξίδι]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπόριον Medium diacritics: ὁδοιπόριον Low diacritics: οδοιπόριον Capitals: ΟΔΟΙΠΟΡΙΟΝ
Transliteration A: hodoipórion Transliteration B: hodoiporion Transliteration C: odoiporion Beta Code: o(doipo/rion

English (LSJ)

τό,

   A passagemoney paid to a ship-master, or provisions for the voyage, Od.15.506 : pl., Sammelb.7243.5 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπόριον: τό, ὁ ναῦλος ταξιδίου διδόμενος εἰς τὸν πλοίαρχον, ἢ αἱ διὰ τὸ ταξίδιον ζωοοτροφίαι, Λατ. viaticum, ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «τὴν ὑπὲρ τοῦ συνοδεῦσαι ἤτοι συμπλεῦσαι ἑστίασιν» Ὀδ. Ο. 506· πρβλ. εφόδιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prix du transport.
Étymologie: ὁδοιπόρος.

English (Autenrieth)

reward for the journey, Od. 15.506†.

Greek Monolingual

ὁδοιπόριον, τὸ (ΑΜ) οδοιπόρος
χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη πλοίου για τον πλου με αυτό, τα ναύλα, ή, κατ' άλλους, οι προμήθειες του οδοιπόρου για το ταξίδι.