οἶβος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />collet <i>ou</i> partie du cou d’un bœuf.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | |btext=ου (ὁ) :<br />collet <i>ou</i> partie du cou d’un bœuf.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἶβος]], ὁ (Α)<br />[[τεμάχιο]] κρέατος από το [[πίσω]] [[μέρος]] του τραχήλου του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «[[τράχηλος]], [[λαιμός]]», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. [[ὄχθοιβος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A piece of meat from the back of an ox's neck, Luc.Lex.3.
Greek (Liddell-Scott)
οἶβος: ὁ, τεμάχιον κρέατος ἐκ τοῦ ὄπισθεν μέρους τοῦ αὐχένος βοός, Λουκ. Λεξιφ. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collet ou partie du cou d’un bœuf.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Greek Monolingual
οἶβος, ὁ (Α)
τεμάχιο κρέατος από το πίσω μέρος του τραχήλου του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «τράχηλος, λαιμός», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. ὄχθοιβος].