οινόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(28)
(No difference)

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Greek Monolingual

ουν (ΑΜ οἰνόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και οἰνόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ)
αυτός που έχει το χρώμα του οίνου, ξανθός, κοκκινωπός (α. «τὴν οἰνόχροα τρίχα», σχόλ. στον Ευρ. β. «οἰνόχρωτες καὶ ἐρυθραῑ», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα» (πρβλ. λευκόχρους)].